ἀτακτῶν

ἀτακτῶν
ἀτακτέω
to be undisciplined
pres part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀτάκτων — ἄτακτος not in battle order masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Aris Velouchiotis — (Greek: Άρης Βελουχιώτης), real name Athanasios (Thanasis) Klaras (August 27, 1905 – June 16, 1945), was a prominent leader of Ethnikos Laikos Apeleftherotikos Stratos (ELAS), the military branch of the National Liberation Fron ( EAM, Εθνικό… …   Wikipedia

  • κλεφτοπόλεμος — ο 1. (επί τουρκοκρατίας) ο πόλεμος τών κλεφτών κατά τών Τούρκων 2. πόλεμος που διεξάγεται μεταξύ άτακτων στρατευμάτων ή μεταξύ τακτικού στρατού και άτακτων στρατευμάτων και κατά τον οποίο δεν τηρούνται οι κανόνες τής πολεμικής τακτικής, άτακτος… …   Dictionary of Greek

  • благооучиненъ — (3*) пр. Следующий правилам, дисциплинированный: и сами вреднии не бл҃гооучинении. сами себе оубо... не можете оубо видѣти. полезныхъ себе кождо. бл҃гооучиненi иже ревнующеи на бл҃го||оустроѥниѥ. (τοῖς... εὐτακτοῦσιν) ФСт XIV, 80в г; не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Димакис, Герман — Игумен Герман Димакис (греч. Γερμανός Δημάκης, Агридио,Аркадия 1912 год Ламия 9 июня 2004 года) греческий священник и видный член Сопротивления, во время Второй мировой войны сражался в рядах ЭЛАС (Народно освободительная армия Греции) и был… …   Википедия

  • αζάπης — Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο 16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές… …   Dictionary of Greek

  • θηριοτροφείο — το (Α θηριοτροφεῑον) [θηριοτρόφος] 1. ο χώρος (συνήθως κλουβιά) όπου κλείνονται και τρέφονται άγρια ζώα με σκοπό τη μελέτη τους από ειδικούς ή την παρουσίασή τους στο κοινό νεοελλ. 1. συλλογή ζώων που είναι κλεισμένα σε κλουβιά 2. μτφ. θορυβώδης… …   Dictionary of Greek

  • κονδοτιέρος — (condothiero). Ο αρχηγός μισθοφορικών στρατευμάτων κατά τον Μεσαίωνα. Αργότερα επικράτησε αυτός ο χαρακτηρισμός γενικά για όλους τους μισθοφόρους και επιπλέον για τους πολεμιστές των άτακτων ομάδων, οι οποίες, στη διάρκεια της μάχης, βοηθούσαν… …   Dictionary of Greek

  • κοντοτιέρος — ο (Μ κοντοττιέρος) 1. αρχηγός ατάκτων ή μισθοφόρων στην Ιταλία κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση 2. μισθοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. condottiero] …   Dictionary of Greek

  • μάγκα — η 1. ομάδα άτακτων πολεμιστών κατά την τουρκοκρατία και κατά την ελληνική επανάσταση τού 1821 2. μάγκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mango «λαθρέμπορος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”